γυναικολογικός

γυναικολογικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τη γυναικολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυναικολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη γυναικολογία: Υποβλήθηκε σε γυναικολογικές εξετάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”